Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Αναπολώντας...

 ...τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων

Ξαπλωμένος σε μία πλαζ της Αττικής, αφού έχω ακριβοπληρώσει είσοδο, ξαπλώστρα, ομπρέλα, έναν καφέ και το νερό, κλείνω τα μάτια και αναπολώ.
Αναπολώ τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων.
Τότε που ορισμένες Κυριακές ήταν για εμάς τα παιδιά αλλά και για ολόκληρη την οικογένεια σαν γιορτή και οι εξορμήσεις στην κοντινή Σταμνά, στα Ρεμπάκια ή στην Αμφιλοχία με τα πούλμαν της εποχής ήταν σημαντικό γεγονός. Όχι όλες οι Κυριακές, τέσσερις άντε πέντε το πολύ όλο το καλοκαίρι, γιατί τα οικονομικά της οικογένειας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε οκτώ εισιτήρια κάθε εβδομάδα. Οκτώ…ναι! Δύο οι γονείς, τέσσερα τα παιδιά και δύο ο παππούς και η γιαγιά. Βλέπετε ο γιατρός συνέστησε «θαλάσσια λουτρά» για τα αρθριτικά του παππού και της γιαγιάς.
Το ξέραμε από την αρχή της εβδομάδας. Θυμάμαι πόσο αργούσε…αργούσε πολύ να περάσει αυτή η εβδομάδα.
Ήταν αυτές οι εβδομάδες του καλοκαιριού, που εμείς τα παιδιά μεταμορφωνόμασταν στα καλύτερα και στα πιο υπάκουα παιδιά του κόσμου.
Η διακοπή από το παιχνίδι για τα άλλοτε ενοχλητικά θελήματα της μάνας και μερικών ηλικιωμένων γειτονισσών, γίνονταν χωρίς βαρυγκώμια, χωρίς γκρίνια, χωρίς καμία αντίρρηση.
Εκείνο το απαίσιο μουρουνέλαιο, το πίναμε με «ευχαρίστηση»
Και όταν έφτανε η ποθητή Κυριακή, από τα χαράματα στο πόδι.
Εκεί στη στάση για το πούλμαν, όλη σχεδόν η γειτονιά.
Οι γυναίκες με λουλουδάτα φορέματα, πολύχρωμες καπελαδούρες, γυαλιά ηλίου στυλ πεταλούδας και μεγάλες τσάντες στα χέρια.
Οι άντρες με ανοιχτόχρωμα ρούχα, μπεζ ψαθάκια στο κεφάλι και ψάθινα παπούτσια.
Και οι γιαγιάδες, κλασσικά, με σκουρόχρωμα ρομπάκια. Άντε να το «έσπαγε» το σκούρο μαύρο ή μπλε ντεσέν κανένα ψιλό λουλουδάκι.
Τα παιδιά με λαστιχένιες μπάλες και σωσίβια στα χέρια. Εκείνα τα κίτρινα ή πορτοκαλί σωσίβια που είχαν πάνω τους ένα κεφάλι από παπάκι ή αλογάκι. Κι αν κάποιος διέθετε σαμπρέλα από λάστιχο αυτοκινήτου, καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι.
Επιβίβαση στο πούλμαν και οι τσάντες έπρεπε να τακτοποιηθούν με προσοχή πάνω από τις θέσεις, σ’ εκείνα τα λαστιχένια διχτάκια. Δεν έπρεπε να μετακινούνται κάθε φορά που το πούλμαν θα αγκομαχούσε στις ανηφόρες ή ο οδηγός θα άλλαζε ταχύτητα.
Οι άντρες στα καθίσματα της μιας πλευράς και οι γυναίκες από την άλλη. Αν παρατηρούσε κανείς αυτόν τον διαχωρισμό των θέσεων, σίγουρα θα του θύμιζε κάτι σαν τα στασίδια της εκκλησίας.
Οι καπελαδούρες των γυναικών αντικαθιστούταν από μαντήλια, που πολλές φορές ήταν ασορτί με το φόρεμα και που δένονταν σφιχτά στο πηγούνι. Βλέπετε το μαλλί έπρεπε να διατηρηθεί στην καλύτερη δυνατή φόρμα και ο καυτός αέρας που στροβίλιζε σαν δαιμονισμένος μέσα στο πούλμαν από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, δεν μπορούσε να δαμαστεί με τίποτε.
Οι βεντάλιες έπιαναν δουλειά - όχι ότι εξυπηρετούσαν σε κάτι-, στο κασετόφωνο η φωνή του Καζαντζίδη και το ταξίδι άρχιζε…
Μετά το πρώτο τέταρτο άρχιζε η ανυπομονησία που εκδηλωνόταν με ερωτήσεις…
-Πότε φτάνουμε;
-Αργούμε ακόμα;
Και η απάντηση πάντα η ίδια.
-Σε λίγο.

Αγρινιώτες στα Ρεμπάκια, δεκαετία '60.
Φωτογραφία της Βάσως Καλογερά.

Ατέλειωτη μας φαινόταν αυτή η διαδρομή!
Η θέα του νερού από μακριά, διέθετε μία μαγική δύναμη. Είχε την ικανότητα, μέσα σε δευτερόλεπτα, να μεταμορφώνει εκείνα τα γλυκά αγγελούδια της εβδομάδας σε θηρία ανήμερα.
Πεταγόμασταν από τις θέσεις μας και με τα σωσίβια και τις μπάλες στα χέρια, στριμωχνόμασταν στις πόρτες του πούλμαν, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον.
Τι κι αν οι μανάδες μας ωρύονταν…
-Μαζί θα κατεβούμε, τ’ ακούς;
-Μην τολμήσεις και δεν μας περιμένεις, θα σε θάψω.
-Μην βουτήξεις αμέσως, είσαι ιδρωμένος.
Με το που άνοιγαν οι πόρτες ένας χείμαρρος από παιδιά ξεχυνόταν προς την θάλασσα. Και σ’ όλη τη διαδρομή από τα πρώτα μέτρα της άμμου μέχρι εκεί που έσκαγε το νερό ήταν σκορπισμένα παπούτσια, παντόφλες, μπλουζάκια, σορτσάκια…
Κι από πίσω οι γονείς σκύβοντας και προχωρώντας, προχωρώντας και σκύβοντας έκαναν την περισυλλογή τους.
Ανάμεσα στους αραχτούς λουόμενους, σε κάποιο κενό, τα τσαντικά άνοιγαν, το χιραμάκι απλωνόταν και άρχιζαν οι…αποκαλύψεις.
Κάτω από τα λουλουδάτα φορέματα, ολόσωμα μαγιώ. Κάτω από τα ανοιχτόχρωμα ρούχα των ανδρών, μαγιώ που έφταναν μέχρι και πάνω από τη μέση και κάτω από τα σκουρόχρωμα ρομπάκια των γιαγιάδων…κομπινεζόν. Δύο, άντε τρία βήματα οι γιαγιάδες από την αμμουδιά, κάθονταν μες στο νερό, φούσκωναν οι  κομπινεζόν και προκαλούσαν τα γέλια των πιτσιρικάδων.
Η ώρα για το φαγητό σήμαινε και το τέλος της διασκέδασης μέσα στο νερό. Όχι ότι εμείς δεν σκαρφιζόμασταν δικαιολογίες για να ξαναμπούμε στο νερό…Πότε να ξεπλύνουμε την άμμο, πότε να πλύνουμε τα χέρια μας από τα κεφτεδάκια και τις τηγανιτές πατάτες, πότε να καθαρίσουμε τα ζουμιά από τους γιαρμάδες που αφήναμε επίτηδες να τρέξουν στο λαιμό και στην κοιλιά μας.
Καταλαβαίναμε ότι η ώρα της επιστροφής έφτασε όταν οι πετσέτες γίνονταν παραβάν. Δύο άτομα κρατούσαν την πετσέτα όρθια και κλειστή και ένας-ένας άλλαζε ρούχα.
Ο δρόμος της επιστροφής ατελείωτος….βαρετός.
Όμορφα, ανέμελα χρόνια!!!

Γλυκές, πολύ γλυκές μνήμες!!!

Χριστόφορος Π.
Ένας Αγρινιώτης
Share
Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το "οτομοτρίς" για την Σταμνά


Τα μπάνια του Αγρινιώτικου λαού πριν

 πέντε δεκαετίες.


Ο ήλιος ψήλωσε κάνα δυό οργιές πάνω απ’ τον παλιό τον Αϊξτόφορο και στο σταθμό του τραίνου λίγο έξω από το κέντρο του Αγρινίου, γίνεται πανζουρλισμός. 

Είναι Κυριακή και στη πόλη έχουν μείνει μόνο όσων ο καπνός ωρίμασε και «καίγεται» η έχουν σοβαρότατο λόγο για να μείνουν. Μεγάλες κυρίες με τα «καλά τους» και τις ψάθινες μεγάλες τσάντες, μανάδες με τα παιδιά στην αγκαλιά, τσούρμο από παιδιά που τρέχουνε αλαλιασμένα, και νεαρές κοπέλες με ψαθάκια που συζητάνε χαμηλόφωνα, και όλο ρίχνουν πονηρές ματιές σε αγόρια μαυρισμένα απ’ τη δουλειά, κι ωραία σαν τα κρύα τα νερά. Ένα πολύβουο ανθρώπινο μελίσσι, που ταξιδεύει για μπάνιο στην πιο κοντινή παραλία κάτω στη Σταμνά. Κόβουνε εισιτήριο στο σταθμάρχη με το μπλε κασκέτο, παίρνουν το κίτρινο μικρό σκληρό χαρτάκι στα χέρια τους, που στη διαδρομή θα το τρυπήσει ο ελεγκτής με το ειδικό εργαλείο του, και είναι έτοιμοι να επιβιβαστούν στο οτομοτρίς γραμμής Αγρίνιο – Κρυονέρι. Ένα Αγρινιώτικο Κυριακάτικο πρωινό της δεκαετίας του 60, την ώρα που ο ήλιος αρχίζει να «τσιγαρίζει» τα καπνά στις λιάστρες, και τα κεραμίδια στις στέγες των σπιτιών.
Την Κυριακή το οτομοτρίς ήταν διπλό, και υπήρχαν περισσότερα δρομολόγια, γιατί ο κόσμος ήτανε πολύς. Και όταν ξεκινάει οι εικόνες αλλάζουν από το παράθυρό του, σαν τις ασπρόμαυρες εικόνες του σινεμά, στο θερινό Ελληνίς το βράδυ. Κάνει στάσεις στη μέση του πουθενά στον κάμπο, σφυρίζει όταν φτάνει στους σταθμούς κοντά, κι είναι γεμάτο από ζωή και από χαμόγελα.
-Βγάλτε το σκασμό, μας ζαλίσατε το κεφάλι. Οι συνήθεις παρατηρήσεις των ηλικιωμένων γυναικών.
- Για μπάνιο πάμε ρε Θειά, μουγκοί θα είμαστε.
Καμιά φορά κάποιο αεροπλάνο προσγειώνεται εκεί στο ύψος του αεροδρομίου στο Δοκίμι, την ώρα που το οτομοτρίς βρίσκεται ακριβώς εκεί, και ασυναίσθητα σκύβουνε όλοι  τα κεφάλια. Και το δρομολόγιο συνεχίζεται. Δοκίμι- Πλάτανος- Καλύβια- Αγγελόκαστρο- Σταθμός Σταμνάς, και έξτρα στάση Θάλασσα Σταμνάς. 

Από το cretazine.com
Η ένδοξη εποχή της πλαζ, που γέμιζε από μαύρα ολόσωμα μαγιό, και χρωματιστά «μεσάλια» γεμάτα κατσαρόλια με κεφτέδες, κάτω απ’ τους παραθαλάσσιους ευκάλυπτους.
Τα χρόνια ξεθώριασαν το καλοκαιρινό όνειρο εκείνης της εποχής, και όταν την αναπολείς σήμερα, με τις οργανωμένες πλαζ σε όλο το νομό, που κλείνουνε τα μαγαζιά το Σάββατο στο Αγρίνιο να τις γεμίσουνε, γίνεται η ψυχή σου βαθιά μεγάλη Παρασκευή.



Μπούτιβας Κώστας.- Καστρινός.





Share
Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~